περιπαίχτης

περιπαίχτης
ο
θηλ. περιπαίχτρα αυτός που συνηθίζει να περιπαίζει τους άλλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπαίχτης — ο, Ν βλ. περιπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • περιπαίκτης — και περιπαίχτης, ο, θηλ. περιπαίκτρια και περιπαίχτρα Ν [περιπαίζω] 1. αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει κάποιον 2. αυτός που προσπαθεί να εξαπατήσει κάποιον («περιπαίχτρα η σάλπιγγα», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”